-
1 κρηδεμνον
τό1) головная повязка (с покрывалом для лица)(κρηδέμνῳ καλύψασθαι Hom.; κρηδέμνῳ ὑποζῶσαι τὸ στερνον Plut.)
2) преимущ. pl. зубцы городских стен(Τροίης χρήδεμνα Hom.; Θήβης κ. Hes.)
3) крышка (sc. τοῦ κρητῆρος Hom.)
1 κρηδεμνον
(κρηδέμνῳ καλύψασθαι Hom.; κρηδέμνῳ ὑποζῶσαι τὸ στερνον Plut.)
(Τροίης χρήδεμνα Hom.; Θήβης κ. Hes.)